- Χειμερινό
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα BΔ του νομού προς τα σύνορα με την Καστοριά. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκουίζετο — Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των εκουιζετιδών. Αναπτύσσεται συνήθως σε υγρούς τόπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει έξι είδη: ε. το μείζον, ε. το αρουραίο, ε. το δασικό, ε. το ελόβιο, ε. το πολύκλαδο και ε. το χειμερινό. Το υπόγειο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ερμιτάζ — Κρατικό μουσείο της Αγίας Πετρούπολης της Ρωσίας. Αποτελεί το μεγαλύτερο μουσείο τέχνης, ιστορίας και πολιτισμού της Ρωσίας και ένα από τα σημαντικότερα του κόσμου. Αρχικός πυρήνας του ήταν τα έργα τέχνης που συγκέντρωσε η Αικατερίνη B’… … Dictionary of Greek
Neapoli (Kozani) — Stadtgemeinde Neapoli (1986–2010) Δήμος Νεάπολης (Νεάπολη) … Deutsch Wikipedia
Cheimerino — Chimerino (Greek: Χειμερινό) is a tiny Greek village near Neapoli in the peripheral unit of Kozani on the west of the Aliakmon river, which is the longest river in Greece. This is the birthplace of Gregory Kytides, professional soccer player in… … Wikipedia
έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… … Dictionary of Greek
ασκέρα — ἀσκέρα, η (Α) χειμερινό υπόδημα με τρίχωμα ή γούνα στο εσωτερικό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκέρα (ιων. ασκέρη) μαρτυρείται στον Ιππώνακτα (ο οποίος χρησιμοποιεί και το υποκορ. ασκερίσκος, α), στον Λυκόφρωνα κ.ά. Λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
ερμίνα — (hermine). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Περιλαμβάνει μικρά και αρπακτικά σαρκοφάγα ζώα που ζουν στη δυτική και στην κεντρική Ασία καθώς και σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες. Το σώμα τους, το οποίο έχει μήκος 30 εκ., καλύπτεται από … Dictionary of Greek